λαγιάζω

λαγιάζω
λάγιασα, λαγιασμένος
1. μένω ακίνητος, λουφάζω: Μετά την περιπέτειά του λάγιασε για μια εβδομάδα.
2. (για θήραμα), κρύβομαι: Τα ελάφια λάγιασαν ανάμεσα στα δέντρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαγιάζω — 1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω 2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγάζω*, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • καταλαγιάζω — και καταλλαγιάζω 1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω 2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λαγιάζω «ησυχάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”