- λαγιάζω
- λάγιασα, λαγιασμένος1. μένω ακίνητος, λουφάζω: Μετά την περιπέτειά του λάγιασε για μια εβδομάδα.2. (για θήραμα), κρύβομαι: Τα ελάφια λάγιασαν ανάμεσα στα δέντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.